διαζωοξικό οξύ

διαζωοξικό οξύ
Ασταθές οργανικό οξύ, του τύπου N2CH–COOH. Οι εστέρες του είναι πάρα πολύ δραστικά σώματα και σχηματίζονται με την επίδραση νιτρώδους οξέος σε αμινοξικό αιθυλεστέρα. Οι εστέρες αυτοί διασπώνται από σώματα που περιέχουν στο μόριό τους ένα ευκίνητο υδρογόνο, ενώ το άζωτο απομακρύνεται. Για παράδειγμα, ο διαζωοξικός αιθυλεστέρας διασπάται από το υδροχλωρικό οξύ και δίνει άζωτο και χλωριούχο αιθυλεστέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαζωνιακές ενώσεις — Οργανικές ενώσεις που έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από την παρουσία δύο ατόμων αζώτου στο μόριό τους, ενωμένων μεταξύ τους με διπλό δεσμό. Αντιστοιχούν στον γενικό τύπο ΧΝ2R, όπου Χ και R παριστάνουν δύο ομάδες που μπορούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”